- σημαντικως
- σημαντικῶςдля обозначения, в целях указания
(ῥηθήσεσθαι Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ῥηθήσεσθαι Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
σημαντικώς — ΜΑ επίρρ. βλ. σημαντικός … Dictionary of Greek
σημαντικῶς — σημαντικός significant adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημαντικός — ή, ό / σημαντικός, ή, όν, ΝΜΑ [σημαίνω] αυτός που δηλώνει, που φανερώνει κάτι, που έχει μια ορισμένη σημασία (α. «ρήματα κινήσεως σημαντικά» β. «ὄνομά ἐστι φωνὴ σημαντικὴ κατὰ συνθήκην ἄνευ χρόνου», Αριστοτ. γ. «δυνάμεως δὲ σημαντικὸν τὸ κέρας»,… … Dictionary of Greek